- περιζώματος
- περίζωμαgirdle worn round the loinsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… … Dictionary of Greek
χείλωση — η, Ν [χείλωμα] τεχνολ. κατεργασία διαμόρφωσης τού χειλώματος, τού περιζώματος τών χειλέων ενός αντικειμένου και, ειδικότερα, μεταλλίου ή νομίσματος … Dictionary of Greek